- κάμακι
- κάμαξvine-polemasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek
καμάκι — το αλιευτικό εργαλείο: Τα ψάρια αυτά είναι πιασμένα με το καμάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμακίζω — [καμάκι] χτυπώ το ψάρι με καμάκι, ψαρεύω με καμάκι … Dictionary of Greek
καμακώνω — [καμάκι] 1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω 2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε») … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
καμακεύω — (Μ) [καμάκι] χτυπώ με καμάκι, με κοντάρι … Dictionary of Greek
καμακιά — η (Μ καμακιά) [καμάκι] χτύπημα με καμάκι νεοελλ. το αποτέλεσμα τής προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκα («σήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά» … Dictionary of Greek
καμακιστής — ο [καμακίζω] αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας … Dictionary of Greek
Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η … Dictionary of Greek
кармак — кормак крючок (с блесной) , астрах., поволжск., причерноморск. (Даль). Заимств. из тат., кыпч., чагат., казах., кирг., алт. karmak крючок (Радлов 2, 216 и след.); см. Мi. ТЕl. 1, 328. Вопреки последнему, источником не было греч. καμάκι, κάμαξ… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера